-
1 εκδεχομαι
ион. ἐκδέκομαι1) принимать(τί τινι Hom. и τινά τινι Aesch.)
πανὸν ἐκδέξασθαι Aesch. — принять огненный сигнал, т.е. зажечь ответный сигнальный огонь2) принимать по наследству, наследовать3) принимать на себя, приписывать себе(πάντα ἁμαρτήματα Dem.)
4) принимать на себя, предпринимать(πόλεμον Plat.)
5) перенимать, наследовать, продолжатьοἱ Μῆδοι μὲν ὑπεξήϊσαν, οἱ δὲ Πέρσαι ἐκδεξόμενοι ἐπήϊσαν Her. — мидяне отступили, а на их место вступили персы;
ἐκ τῶν πλόων ἐκδέκεται περίοδος τῆς λίμνης Her. — продолжением плавания служит объезд озера, т.е. проплыв (реку), приходится объезжать озеро;ἥ ἀπὸ τῆς Περσικῆς ἐκδεκομένη Ἀσσυρίη Her. — Ассирия, непосредственно граничащая с Персией;ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Plat. — взяв в свою очередь слово, точно (перехватив) мяч;ὅ μὲν πρῶτος εἰπὼν Ἀριστόδημος ἦν, ὅ δ΄ ἐκδεξάμενος Φιλοκράτης Dem. — первым заговорил Аристодем, а ему на смену выступил Филократ6) перенимать, усваивать7) архит. поддерживать, подпирать8) (вос)принимать (в том или ином смысле), понимать(οὐκ ὀρθῶς τοὺς λόγους τινός Polyb.)
οὕτω τέν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Arst. — вот что мы понимаем под расточительностью9) выжидать, ждатьμένων κεῖνον ἐνθάδ΄ ἐκδέχου Soph. — останься и жди его здесь;
τοὺς ἐξεδέξατο οὐκ ἐλλάσσων πόνος τοῦ Μηδικοῦ Her. — их ждало бедствие не меньшее, чем война с мидянами;κοσμίως τὸ τῆς δίκης τέλος ἐκοεχόμενος Plut. — спокойно ожидая исхода процесса -
2 ἐκδέχομαι
I mostly of persons,1 take or receive from another,οἵ οἱ σάκος ἐξεδέχοντο Il.13.710
;Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρί A.Ch. 762
; of a beacon-fire,τρίτον Ἀθῷον αἶπος..ἐξεδέξατο Id.Ag. 285
; ἐ. τὴν αἰτίαν take it on oneself, D.19.37.2 of a successor,ἐ. τὴν βασιληΐην Hdt.1.26
, etc.: freq. with acc. omitted, ἐξεδέξατο Σαδυάττης (sc. τὴν βασιληΐην) S. succeeded, ib.16, cf. 103,al. ; παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν ἀρχήν, [τὴν τέχνην], Id.1.7,2.166 ; so ἐκδεξάμενοι (sc. τὴν μάχην) Id.7.211.3 take up the argument,ὥσπερ σφαῖραν ἐ. τὸν λόγον Pl.Euthd. 277b
; ἐκδεξάμενος (sc. τὸν λόγον) ;ὁ μὲν πρῶτος εἰπὼν..ὁ δ' ἐκδεξάμενος D.18.21
.4 wait for, expect,κεῖνον ἐνθάδ' ἐ. S.Ph. 123
;ἐλέφαντας Plb.3.45.6
;ἀλλήλους 1 Ep.Cor.11.33
; ἐ. μεθ' ἡσυχίας ἕως.. D.H.6.67 ; πότε.. Tryph.l.c.: abs., wait, ἕως.. POxy.1673.8 (ii A.D.).5 take or understand in a certain sense,οὕτω δὴ τὴν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Arist.EN 1120a3
;τοὺς λόγους Plb.10.18.12
;πρὸς τὸ συμφέρον D.S.14.56
.II of events, await, τοὺς Σκύθας..ἐξεδέξατο οὐκ ἐλάσσων πόνος Hdt.4.1
; ἐ. [ αὐτοὺς]περίοδος τῆς λίμνης μακρή Id.1.185
.2 of contiguous countries, come next, ἀπὸ ταύτης (sc. τῆς Περσικῆς)ἐ. Ἀσσυρίη Id.4.39
, cf. 99, Peripl.M. Rubr.27.3 in Archit., support,καμάραν D.S.18.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδέχομαι
-
3 μεταξύ
μεταξύ (vgl. μετά, μέσος), zwischen, dazwischen; μάλα πολλὰ μεταξὺ οὔρεα, sehr viele Berge liegen dazwischen, Il. 1, 156; H. h. Merc. 159; μεταξὺ δ' ἀλκὰ δι' ὀλίγου τείνει πύργος, Aesch. Spt. 762; τὰ δὲ μεταξὺ τούτων μηδαμῶς γίγνου κακός, Soph. O. C. 292, inzwischen, bis dahin; so c. gen. auch Eur., ξίφους μεταξὺ καὶ πυρᾶς Ἀχιλλέως, Hec. 437, wie Her. σκευὴν μεταξὺ ἔχουσι πεποιημένην τῆς τε Περσικῆς καὶ τῆς Πακτυϊκῆς, 7, 85; μεταξὺ τούτων γιγνόμενον, dazwischen kommen, Plat. Parm. 152 c; auch vollständiger, μεταξὺ τούτοιν ἀμφοῖν ἐν μέσῳ ὄν, Rep. IX, 583 c; mit dem Artikel, αἱ μεταξὺ τῶν λόγων διηγήσεις, Theaet. 143 c, wie ὁ μεταξὺ τῆς δίκης τε καὶ τοῦ ϑανάτου χρόνος, die dazwischenliegende, die Zwischenzeit, Phaed. 58 c; vgl. ὑφ' ἡμῶν τῶν μεταξὺ ὄντων τοῦ κακοῦ τε καὶ ἀγαϑοῠ, Lys. 220 d; ἐν τῷ μεταξύ, in dem Zwischenraume, Thuc. 4, 25; – μεταξὺ τὸν λόγον καταλύειν, in der Mitte die Rede abbrechen, Plat. Gorg. 505 c. – Mit dem partic. = während, μεταξὺ ὀρύσσων, während er grub, mitten im Graben, Her. 2, 158; πολλαχοῦ δή με ἐπέσχε λέγοντα μεταξύ, Plat. Apol. 40 b, während ich sprach, vgl. Phaedr. 234 d, öfter; μεταξὺ λέγων ἐνεϑυμήϑην, Dem. 24, 122; Sp., wie λουόμενος μεταξύ, während des Badens, Luc. Nigr. 13; – μεταξὺ ὑπολαβών, sc. λέγοντος, dazwischen das Wort nehmend, unterbrechend, Xen. An. 3, 1, 27; μεταξὺ τῶν λόγων, à propos, Plat. Phaedr. 230 a; Apollod. Gel. bei Poll. 10, 93. – Auch bei Sp., τὸ μεταξὺ διάστημα ϑερινῶν ἀνατολῶν καὶ μεσημβρίας, Pol. 3, 37, 4; ἔτι μεταξὺ αὐτοῠ λέγοντος, 15, 23, 4, während er noch redete, wie Luc. Cont. 6 u. a. Sp.; vgl. Jacobs zu Achill. Tat. p. 891.
См. также в других словарях:
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek